- πάνθηρος
- -ον, Α(για τόπο) αυτός που τρέφει όλα τα θηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -θηρος (< θήρ «θηρίο»), πρβλ. πολύ-θηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάνθηρος — πάνθηρ masc gen sg πάνθηρος supporting all animals masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθηρον — πάνθηρος supporting all animals masc/fem acc sg πάνθηρος supporting all animals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθηροι — πάνθηρος supporting all animals masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανθήρων — πάνθηρ masc gen pl πάνθηρος supporting all animals masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνθηρα — πάνθηρ masc acc sg πάνθηρος supporting all animals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)